Το όρνιο (επιστ. Gyps fulvus), γύπας είναι ένα μεγάλο και βαρύ αρπακτικό με άνοιγμα φτερούγων 260εκ και μήκος σώματος 97-104εκ. Στη Κρήτη ονομάζεται σκάρα και καναβός και απαντάται σχεδόν σε όλες τις περιοχές του νησιού και η Κρήτη φιλοξενεί το μεγαλύτερο νησιωτικό πληθυσμό γυπών στον κόσμο.
Το ράμφος του έχει μήκος όσο και το κεφάλι και στην άκρη είναι γαμψό. Ο λαιμός του είναι γυμνός (για να χώνει το κεφάλι του στα πτώματα χωρίς να σφηνώνει). Τα πόδια του είναι δυνατά, με δάχτυλα που καταλήγουν σε πλατιά και κοντά νύχια, αντίθετα με τα μακριά και γαμψά νύχια των άλλων αρπακτικών πτηνών. Η διαμόρφωση αυτή των νυχιών του εξασφαλίζει άνετο βάδισμα στο έδαφος. Το φτέρωμα τους είναι κατσανόξανθο, ενώ οι πηδαλιώδεις φτερούγες του είναι μαύρες.
Κατά την πτήση του, το όρνιο διακρίνεται κυρίως από την κοντή ουρά και τις φαρδιές φτερούγες του. Συνήθως τα όρνια γυροπετούν σε μεγάλους, αργούς κύκλους, εκμεταλλευόμενα τα θερμά ανοδικά ρεύματα αέρα, ώστε να κερδίσουν ύψος και κατόπιν πλανάρουν με ακίνητες φτερούγες (παθητική πτήση) διασχίζοντας έτσι μεγάλες αποστάσεις.
Το όρνιο τρέφεται με ψοφίμια κτηνοτροφικών ζώων μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους. Προτιμά κυρίως τα μαλακά μέρη των νεκρών ζώων, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στα εντόσθια. Έτσι αποτελεί χρήσιμο ζώο, καθώς η οξεία του όραση, οι πτητικές του συνήθειες και κυρίως η αγελαία του συμπεριφορά το βοηθούν να εντοπίζει τα πτώματα πριν τη σήψη, γεγονός ιδιαίτερα ωφέλιμο σε θερμά κλίματα όπου τα νεκρά ζώα αποτελούν εστίες μόλυνσης. Είναι η υγειονομική υπηρεσία της υπαίθρου!
Μία ομάδα από 60-80 όρνια μπορεί να καταναλώσει ένα κουφάρι προβάτου μέσα σε πέντε με 10 λεπτά ή ένα μεγάλο οπληφόρο (αγελάδα, άλογο κλπ.) σε τρεις με τέσσερις ώρες. Δεν αγγίζει ποτέ ζώο αν δεν βεβαιωθεί ότι είναι νεκρό, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν δει να μαζεύονται γύρω άλλα πτωματοφάγα ζώα. O χώρος αναζήτησης τροφής εκτείνεται συνήθως σε ακτίνα 30-40χλμ γύρω από στανοτόπια, αλλά μπορεί να φθάσει και μέχρι τα 200-300χλμ.
Σημαντικότερη απειλή για το όρνιο θεωρείται η εγκατάλειψη της νομαδικής κτηνοτροφίας, αφού αυτό σημαίνει ότι μειώθηκαν και τα πτώματα των αιγοπροβάτων που αποτελούσαν τροφή του είδους. Άλλες απειλές για το όρνιο στην Κρήτη είναι το παράνομο κυνήγι και η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων. Τελευταία, ένας επιπλέον κίνδυνος είναι οι ανεμογέννητριες που τραβούν την περιέργεια των πουλιών, με αποτέλεσμα να έχουν βρεθεί πολλά νεκρά πουλιά στις βάσεις τους.
Τέλη Φεβρουαρίου έως αρχές Μαρτίου το θηλυκό γεννά 1 παχυκέλυφος αυγό, ψηλά στους γκρεμούς μέσα στις βραχοσπηλιές που τις στρώνει με ξερόκλαδα και φρύγανα. Το αυγό κλωσούν και οι δύο γονείς εναλλάξ για 55 ημέρες. Ο νεοσσός έχει πυκνό, λευκό φτέρωμα αλλά δεν μπορεί να πετάξει πριν περάσουν 4 μήνες. Στο διάστημα αυτό οι γονείς εξασφαλίζουν την διατροφή του με πολτό που ετοιμάζουν στον πρόλοβο τους.