Είναι οι δύο μεγαλύτεροι θηρευτές της χώρας μας. Η επιβίωσή τους είναι δείκτης ενός υγιούς περιβάλλοντος, κατάλληλου να υποστηρίξει τα μεγάλα σαρκοφάγα. Παρά την επικίνδυνη μείωση των πληθυσμών τους, η παρουσία τους στη χώρα μας υπήρξε διαχρονική και συνεχής. Η νομική προστασία τους, με την κοινοτική οδηγία 92/43 του 1993, ανέκοψε την πτωτική πορεία τους και έσωσε τα δύο συμβολικά θηλαστικά από την ολοκληρωτική εξαφάνιση. Σήμερα οι πληθυσμοί τους ανακάμπτουν σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Ανακτούν περιοχές από τις οποίες είχαν αφανιστεί πριν από δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια. Η επανεμφάνισή τους σε ένα κόσμο που ο ζωτικός τους χώρος είναι σφετερισμένος από τον άνθρωπο, δημιουργεί προβληματισμούς και αντιδράσεις. Μπορούμε να συζήσουμε με τους δύο τελευταίους αντιπροσώπους της ευρωπαϊκής μεγαπανίδας; Πόσο πραγματικά επικίνδυνη είναι η γειτνίαση μαζϊ τους;

Ο λύκος μισήθηκε όσο κανένα άλλο θηλαστικό. Από πάντα ζούσε κοντά στις ανθρώπινες κοινωνίες, επωφελούμενος από την εύκολη εξεύρεση τροφής στα απορρίμματά τους. Η σχέση αυτή κάποιες φορές οδήγησε στη συνεργασία στο κυνήγι ή στη φύλαξη της κοινότητας απο απειλές. Από αυτή τη συνεργασία προήλθε το αρχαιότερο οικιακό ζώο και πιστότερος σύντροφος του ανθρώπου, ο σκύλος.
Η εκρηκτική εξάπλωση του ανθρώπινου πληθυσμού αφαίρεσε από το λύκο το ζωτικό χώρο που χρειαζόταν για την επιβίωσή του. Τα μεγάλα θηράματα άρχισαν να σπανίζουν μέσω του κυνηγιού, ενώ αντικαθιστώνταν από κτηνοτροφικά ζώα. Σε αυτά άρχισαν να στρέφονται οι λύκοι προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Η συστηματική και οργανωμένη από τις κυβερνήσεις εξόντωση των λύκων με στόχο τον πλήρη εξολόθρευσή τους ξεκίνησε κατά την περίοδο του μεσαίωνα. Η οργάνωση μεγάλων κυνηγιών, ειδικά για τη θήρα λύκων, χρηματοδοτούμενων από το κράτος (στη Γαλλία τα εξειδικευμένα κλιμάκια κυνηγών ονομάζονταν louveterie),οι κρατικές επικηρύξεις και τα δηλητηριασμένα δολώματα επέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ο λύκος εξαφανίστηκε από την Αγγλία κατά το 15ο αιώνα, αν και επιβίωσε στη Σκωτία ως τον 17ο αιώνα. Στην Ιρλανδία ο τελευταίος λύκος σκοτώθηκε το 1786. Στη Δανία επιβίωνε εως το 1772, ενώ ο τελευταίος λύκος της Βαυαρίας θηρεύτηκε το 1847. Έως το 1899 είχε εξολοθρευθεί από τις περιοχές του Ρήνου. Ο τελευταίος λύκος της ανατολικής Γερμανίας σκοτώθηκε το 1904. Στη Γαλλία επέζησε έως το 1930, στη Σουηδία και τη Νορβηγία έως τις αρχές της δεκαετία του 1970.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο λύκος είχε εξαφανιστεί σχεδόν καθολικά από τη δυτική Ευρώπη, με ελάχιστα άτομα να επιζούν στα βουνά της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η ναζιστική Γερμανία ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την ανάγκη της προστασίας του το 1934.

Στην ανατολική Ευρώπη ο λύκος δεν εξαφανίστηκε ποτέ ολοκληρωτικά. Η γειτνίαση με τις αχανείς ρωσικές στέπες βοήθησε ώστε ο πληθυσμός του να διατηρείται σχετικά εύρωστος.
Στην Ελλάδα ο λύκος εξοντώθηκε στην Εύβοια κατά τη δεκαετία του 1880, ενώ στην Αττική και την Πελοπόννησο έως τις δεκαετίες 1930-40. Έως το1980 είχαν απομείνει περίπου 300-500 άτομα, σε ορεινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας, νότια έως τον Παρνασσό. Ως το 1978 το είδος χαρακτηρίζονταν επιβλαβές και η φόνευσή του επιδοτούνταν έως το 1980. Μόλις το 1991 εξαιρέθηκε από τη λίστα των επιβλαβών ενώ η πλήρης νομική προστασία του ήρθε το 1993.
Η αύξηση του πληθυσμού των θηραμάτων όπως του αγριογούρουνου και του ζαρκαδιού, σε συνδυασμό με την προστασία του, βοήθησαν το λύκο να επιστρέψει σε περιοχές από τις οποίες είχε εξολοθρευτεί εδώ και δεκαετίες, όπως την Πάρνηθα, το Πήλιο και, πρόσφατα, στην Πελοπόννησο. Το ίδιο συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, με λύκους να επανεμφανίζονται στο Βέλγιο, τη Γερμανία, τις Άλπεις, τη Γαλλία κλπ. Ο λύκος έχει ανακτήσει περίπου 25% των περιοχών εξάπλωσής τους. Να τονιστεί οτι η εξάπλωση αυτή έγινε με τη φυσική διασπορά του είδους, καθώς κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει την επανεισαγωγή του. Μια ανάλογη πρόταση για την επανεισαγωγή λύκων στη Σκωτία, κάτι που θα βοηθούσε στην εξυγίανση του φυσικού οικοσυστήματος της χώρας, συναντά τη σθεναρή αντίδραση των κτηνοτρόφων.

Όσο αφορά την αρκούδα, λόγω του ότι δεν είναι τόσο ικανός θηρευτής όσο ο λύκος, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο κρέας για τη διατροφή της, δεν αντιμετώπισε την ίδια εξολοθρευτική μανία. Παρόλα αυτά δεν γλύτωσε τον σχεδον ολοσχερή αφανισμό απο τις χώρες της δυτικής Ευρώπης που κάποτε ήταν κοινή. Στη Δανία είναι εξαφανισμένη εδώ και 5000 χρόνια, στη Μ. Βρετανία από τον 11ο αιώνα, στην ανατολική Γερμανία η τελευταία αρκούδα θηρεύτηκε το 1770,στη δυτική Γερμανία το 1836, στην Πολωνία το 1879, στην Ελβετία το 1904, στις Γαλλικές Άλπεις το 1937. Έως τη δεκαετία του 1970 οι ελάχιστες αρκούδες της δυτικής Ευρώπης επιβίωναν μόνο στην ορεινή Ιταλία και στα Πυρηναία.
Στην ανατολική Ευρώπη ο πληθυσμός των αρκούδων υπήρξε σχετικά υγιής. Από τις 17000 αρκούδες που ζούν σήμερα στην Ευρώπη οι 7000 ζούν μόνο στη Ρουμανία. Στην Ελλάδα ο πληθυσμός του αυξήθηκε από τις περίπου 120 που υπήρχαν τη δεκαετία 1980, σε 750 άτομα, σχεδόν διπλάσιες από όλες τις αρκούδες της δυτικής Ευρώπης (450 άτομα).
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει οτι η επιστροφή των δύο τελευταίων μεγάλων σαρκοφάγων της χώρας μας δεν συνοδεύεται από προβλήματα. Οι επιθέσεις στο ζωϊκό κεφάλαιο είναι σίγουρα το μεγαλύτερο από αυτά. Κατά την πολύχρονη απουσία τους οι κτηνοτρόφοι είχαν ξεμάθει απο αυτή την απειλή. Η παλαιότερη εικόνα του τσοπάνη που συνοδεύει παντού με άγρυπνο βλέμμα το κοπάδι του, παρέα με τα μεγαλόσωμα ποιμενικά σκυλιά, φόβος και τρόμος για κάθε λύκο ή αρκούδα, ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα τα ζώα συχνά αφήνονται να βοσκούν ανέμελα, αφύλακτα, ενώ οι χρήση ποιμενικών σκύλων σπανίζει. Η χρήση τους, όπως και η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας (κάμερες, ηλεκτροφόροι φράκτες, κλπ) μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά τον κτηνοτρόφο να περιορίσει τις απώλειές του. Η χώρα με τις μεγαλύτερες απώλειες απο επιθέσεις λύκων στο ζωϊκό κεφάλαιο ειναι η Νορβηγία. Παράλληλα είναι η χώρα με τον μικρότερο αριθμό λύκων στην Ευρώπη. Αυτό δείχνει οτι κάτι δεν γίνεται σωστά και υπεύθυνος δεν μπορεί να θεωρηθεί ο λύκος…

Όσο αφορά την υποτιθέμενη επικινδυνότητα των δύο θηρευτών,οι στατιστικές δεν την υποστηρίζουν. Μεταξύ 2002 και 2020 σε όλη την Ευρώπη και Β. Αμερική μαζί σημειώθηκαν 12 επιθέσεις λύκων σε άνθρωπο από τις οποίες μόνο οι δύο ήταν θανάσιμες (στην Αμερική). Η αυξημένη ανθρώπινη παρουσία στα δάση αυξάνει τις πιθανότητες συνάντησης μαζί τους. Στην Ελλάδα οι λύκοι δεν σχηματίζουν μεγάλες αγέλες, όπως στις βόρειες χώρες, και η πιθανότητα μοναχικών λύκων να επιτεθούν σε άνθρωπο είναι σχεδόν μηδενική. Όσον αφορά τις αρκούδες, αυτές, ως μεγαλόσωμα και δυνατά ζώα, απαιτούν κάποιο σεβασμό. Αν και από τη φύση τους δεν είναι επιθετικές και, σχεδόν πάντα, θα επιλέξουν να απομακρυνθούν αν συναντηθούν με τον άνθρωπο, μπορεί να γίνουν επικίνδυνες αν στριμωχτούν.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται όταν, κατά τους περιπάτους μας στην άγρια φύση, συνοδευόμαστε απο σκύλους, είτε συντροφιάς ή κυνηγετικούς. Οι σκύλοι που κυκλοφορούν ελεύθερα έχουν την τάση να εμπλέκονται με τα άγρια ζώα που θα βρεθούν στο δρόμο τους. Οι λύκοι τους βλέπουν ως θηράματα ή ως ανταγωνιστές που πρέπει να εξοντωθούν. Οι αρκούδες μπορεί να πανικοβληθούν και να αντιδράσουν απρόβλεπτα. Οι επιθέσεις σε κυνηγόσκυλα που συστηματικά προβάλλονται από τους κυνηγούς για να ενοχοποιήσουν τους λύκους δεν είναι απρόκλητες.
Για κάποιους ανθρώπους η συνάντηση με κάποιο από τα δύο αυτά θηλαστικά θα αποτελέσει μια αξέχαστη εμπειρία, μια ιδιαίτερη στιγμή που σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να βιώσουν. Για άλλους θα ειναι μια υποτιθέμενη απειλή, όχι τόσο για τη σωματική τους ακεραιότητα οσο για το συμφέρον τους. Όπως λειτουργεί η ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι των πόλεων που έχουν στερηθεί την επαφή με τη φύση, συνήθως εκτιμούν περισσότερο την άγρια ζωή από τους κατοίκους της επαρχίας που τη θεωρούν κοινότοπη και δεδομένη. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο ρόλο στην προστασία της τον έχουν οι δεύτεροι. Και είναι ανάγκη να κατανοήσουμε οτι τίποτα στη φύση δεν είναι δεδομένο και ασφαλές, οτι η αξία της διαχρονικής προστασίας της άγριας ζωής είναι μεγαλύτερη απο την εφήμερη εκμετάλλευσή της, οτι στις γενιές του μέλλοντος δεν μπορούμε να κληροδοτήσουμε μόνο λεφτά. Για αυτό, αξίζει να συμβιβαστούμε με την επιστροφή των άγριων ζώων και, με μικρές θυσίες και αλλαγές στη συμπεριφορά μας, να μάθουμε να ζούμε μαζί τους.